- μοσκομυρίζω
- μοσκομύρισα, μοσκομυρισμένος, μοσκοβολώ (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μοσκομυρίζω — (Μ μοσκομυρίζω) βλ. μοσχομυρίζω … Dictionary of Greek
μοσχομυρίζω — και μοσκομυρίζω (Μ μοσχομυρίζω και μουσκομυρίζω) 1. αναδίδω μυρωδιά μόσχου, ευωδιάζω, μοσχοβολώ 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μοσχομυρισμένος και μοσκομυρισμένος, η, ο ευωδιαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο) * + μυρίζω] … Dictionary of Greek
ευωδιάζω — ευώδιασα, ευωδιασμένος, μοσχοβολώ, βγάζω ευχάριστη μυρωδιά, μοσκομυρίζω: Τα αγριολούλουδα ευώδιαζαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοσκοβολώ — μοσκοβόλησα, μοσκοβολημένος, βγάζω ευχάριστη μυρουδιά, μοσκομυρίζω, ευωδιάζω: Όταν μαγειρεύει η μητέρα μου, μοσκοβολά η γειτονιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)